- δυναμένων
- δύναμαιto be ablepres part mp fem gen plδύναμαιto be ablepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Soul — For other uses, see Soul (disambiguation). A soul – in certain spiritual, philosophical, and psychological traditions – is the incorporeal essence of a person or living thing or object.[1] Many philosophical and spiritual systems teach… … Wikipedia
великомогоущии — (1*) пр. Могущественный: Мɤжь нѣкто ѡ(т) бл҃городьныихъ и великомогоущихъ. ѡ(т) рима пришьдъ. (μεγάλα δυναμένων) ЖФСт XII, 75 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PAVISARII — memorati Thomae Walsinghamo in Ed. III. Venientemcontra eum cum 7. milibus electis armatorum aliisque armatis Pavisariis, ac balistariis in numero excessivo. Alias Pavesari, et Pavesiatores, Gall. Pavessiers seu Pavescheurs, apud Froissardum… … Hofmann J. Lexicon universale
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek
συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek